- ἤγανον
- ἤγᾰνον, τό, [dialect] Ion. for τήγανον, Anacr.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ήγανον — ἤγανον, τὸ (Α) ιων. τ. αντί τήγανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση τού τ. τήγανον «τηγάνι» (τ ήγανον) θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς… … Dictionary of Greek
ἤγανον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγάνου — ἤγανον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγάνῳ — ἤγανον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγάνωι — ἠγάνῳ , ἤγανον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)